χωροβάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωροβάτης οι χωροβάτες
      γενική του χωροβάτη των χωροβατών
    αιτιατική τον χωροβάτη τους χωροβάτες
     κλητική χωροβάτη χωροβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χωροβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χωροβάτης (< βαίνω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χωροβάτης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]