χόρευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χόρευμα < χορεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χόρευμα ουδέτερο

  • χορός που χορεύεται από ομάδα ανθρώπων