χόρταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χόρταση θηλυκό
- ο κορεσμός
- δεν είναι και για χόρταση (για κάτι που καλό είναι να προσλαμβάνεται με μέτρο ή σε μικρή ποσότητα ή για κάτι που δεν διατίθεται για μεγάλη κατανάλωση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χόρταση
|