χόχλασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χόχλασμα τα χοχλάσματα
      γενική του χοχλάσματος των χοχλασμάτων
    αιτιατική το χόχλασμα τα χοχλάσματα
     κλητική χόχλασμα χοχλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χόχλασμα < (χοχλάζω) χόχλασ(α) + -μα [1] Δείτε και κόχλασμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxo.xla.zma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χόχλασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]