χύλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χύλωμα | τα | χυλώματα |
γενική | του | χυλώματος | των | χυλωμάτων |
αιτιατική | το | χύλωμα | τα | χυλώματα |
κλητική | χύλωμα | χυλώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χύλωμα < αρχαία ελληνική χυλόω / χυλῶ + -ώνω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χύλωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χυλώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χύλωμα
|