ψαρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψαρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ψαρωμένος, -η, -ο
- που έχει ψαρώσει, που νιώθει αδύναμος και αμήχανος απέναντι στους ανωτέρους του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρωμένος
|