ψαῦμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαῦμα < ψαύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψαῦμα-ατος ουδέτερο