ψελλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψελλισμός < ελληνιστική ψελλισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψελλισμός αρσενικό
- το ψέλλισμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψελλισμός
→ δείτε τη λέξη ψέλλισμα |