ψευδαττικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψευδαττικισμός < ψευδ- + αττικισμός (πβ. αρχαία ελληνική ψευδαττικός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευδαττικισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) η κακή μίμηση της αρχαίας ελληνικής αττικής διαλέκτου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψευδαττικισμός
|