ψευδηγορέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψευδηγορέω < ψευδήγορος
Ρήμα
[επεξεργασία]ψευδηγορέω
- ψεύδομαι, λέω ψέματα
- ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον, ἀλλὰ πᾶν ἔπος (Αισχύλος)