ψευδηγορέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδηγορέω < ψευδήγορος

ψευδηγορέω

ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον, ἀλλὰ πᾶν ἔπος (Αισχύλος)


Συγγενικά

[επεξεργασία]