ψευδομαρτυρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδομαρτυρέω < ψευδομάρτυς

ψευδομαρτυρέω και συνηρημένο ψευδομαρτυρῶ

  1. μαρτυρώ ψευδώς, ψευδομαρτυρώ, ειμαι ψευδομάρτυρας
  2. μέσο συνήθως σύνθετο ως καταψευδομαρτυροῦμαι

Σύνθετα

[επεξεργασία]