ψευδονύμφευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευδονύμφευτος αρσενικό
- ο ψεύτικος, προσποιητός γάμος
Επίθετο
[επεξεργασία]ψευδονύμφευτος,ος,ον
- ο ψευδώς νυμφευθείς, που δεν παντρεύτηκε στ' αλήθεια