ψευδονύμφευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδονύμφευτος < ψευδής + νυμφεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψευδονύμφευτος αρσενικό

  • ο ψεύτικος, προσποιητός γάμος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψευδονύμφευτος,ος,ον

  • ο ψευδώς νυμφευθείς, που δεν παντρεύτηκε στ' αλήθεια