ψευτολόγιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψευτολόγιος | οι | ψευτολόγιοι |
γενική | του | ψευτολόγιου & ψευτολογίου |
των | ψευτολόγιων & ψευτολογίων |
αιτιατική | τον | ψευτολόγιο | τους | ψευτολόγιους & ψευτολογίους |
κλητική | ψευτολόγιε | ψευτολόγιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευτολόγιος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψευτολόγιος
|
Επίθετο
[επεξεργασία]ψευτολόγιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψευτολόγιος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευτο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)