ψηλαφῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ψηλαφῶ < ψηλαφάω-ῶ
- το μονοτονικό ψηλαφώ στην πολυτονική γραφή που ίσχυσε από τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι το 1982
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ψηλαφῶ
- συνηρημένος τύπος του ψηλαφάω