ψηλολέλεκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψηλολέλεκας οι ψηλολέλεκες
      γενική του ψηλολέλεκα των ψηλολέλεκων
    αιτιατική τον ψηλολέλεκα τους ψηλολέλεκες
     κλητική ψηλολέλεκα ψηλολέλεκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψηλολέλεκας < ψηλο- + λέλεκας < λελέκι + -ας < τουρκική leylek < πρωτοτουρκική *(j)eglek (πελαργός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψηλολέλεκας αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]