ψητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψητό | τα | ψητά |
γενική | του | ψητού | των | ψητών |
αιτιατική | το | ψητό | τα | ψητά |
κλητική | ψητό | ψητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψητός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψητό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψητό
|
φτάνω/πηγαίνω/μπαίνω στο ψητό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψητό