ψηφοπαιστέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψηφοπαιστέω < ψηψοπαίστης (ψήφος + παίζω)

ψηφοπαιστέω

  • κάνω ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα για να ξεγελάσω, να εξαπατήσω