ψηφοπαιστέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψηφοπαιστέω < ψηψοπαίστης (ψήφος + παίζω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ψηφοπαιστέω
- κάνω ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα για να ξεγελάσω, να εξαπατήσω