ψιαθοπλόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιαθοπλόκος < ψίαθος και πλοκή (<πλέκω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψιαθοπλόκος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]