ψιαθοπλόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιαθοπλόκος αρσενικό ή θηλυκό
- λόγια λέξη (που άλλοτε συνηθιζόταν κάπως περισσότερο) για τον επαγγελματία που ασχολείτο με την πλοκή, το πλέξιμο του άχυρου ή της ψάθας και με την κατασκευή πλεγμάτων από ψάθα και γενικά ψάθινων αντικειμένων. Ο ψαθοποιός ή ψαθάς που ασχολείτο ειδικά με το πλέξιμο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιαθοπλόκος
|