ψιθυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιθυρίζω < ψιθυρίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.θiˈɾi.zo/

ψιθυρίζω

  • μιλάω με σχεδόν κλειστές τις φωνητικές χορδές, ώστε να ακούγομαι σιγά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιθυρίζω < ψίθυρος + -ίζω

ψιθυρίζω

  1. μιλώ χαμηλόφωνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]