ψοιθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψοῖθος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψοιθός ψοιθή τὸ ψοιθόν
      γενική τοῦ ψοιθοῦ τῆς ψοιθῆς τοῦ ψοιθοῦ
      δοτική τῷ ψοιθ τῇ ψοιθ τῷ ψοιθ
    αιτιατική τὸν ψοιθόν τὴν ψοιθήν τὸ ψοιθόν
     κλητική ! ψοιθέ ψοιθή ψοιθόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψοιθοί αἱ ψοιθαί τὰ ψοιθᾰ́
      γενική τῶν ψοιθῶν τῶν ψοιθῶν τῶν ψοιθῶν
      δοτική τοῖς ψοιθοῖς ταῖς ψοιθαῖς τοῖς ψοιθοῖς
    αιτιατική τοὺς ψοιθούς τὰς ψοιθᾱ́ς τὰ ψοιθᾰ́
     κλητική ! ψοιθοί ψοιθαί ψοιθᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψοιθώ τὼ ψοιθᾱ́ τὼ ψοιθώ
      γεν-δοτ τοῖν ψοιθοῖν τοῖν ψοιθαῖν τοῖν ψοιθοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψοιθός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ψοιθός, -ή, -όν

  • (για ζώα) σταχτής
    ※  340 πκε, Επιγραφή από την Δήλο, ID 104 (26bis), face A.1. στ. 6 (5-8), @epigraphy.packhum.org
    Τιμοκλέους β[οῦς {²⁷β[όες?}²⁷ — — — — — — — — — — — — — — — — θήλει]-
    α ψοιθὴ τιμὴ ∶Η̣—
    ἄρρην πυρρὸς τ[ιμὴ ∶ — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — βοῦ]-
    ς θήλεια ψοιθὴ

Πηγές[επεξεργασία]