ψοφόκρυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψοφόκρυο | τα | ψοφόκρυα |
γενική | του | ψοφόκρυου | των | ψοφόκρυων |
αιτιατική | το | ψοφόκρυο | τα | ψοφόκρυα |
κλητική | ψοφόκρυο | ψοφόκρυα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψοφόκρυο ουδέτερο
- υπερβολικό κρύο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψοφόκρυο