ψυχαρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχαρικός < Ψυχάρης (από το όνομα του Γιάννη Ψυχάρη) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχαρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον γλωσσολόγο, ηγέτη του δημοτικισμού, Γιάννη Ψυχάρη και τις απόψεις του για το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχαρικός
|