ψυχικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυχικό | τα | ψυχικά |
γενική | του | ψυχικού | των | ψυχικών |
αιτιατική | το | ψυχικό | τα | ψυχικά |
κλητική | ψυχικό | ψυχικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχικό ουδέτερο
- η καλή πράξη, η ευεργεσία, η παροχή ουσιαστικής βοήθειας προς κάποιον που έχει ανάγκη
- Άμα του βρεις δουλειά, θα κάνεις ψυχικό (βοήθησέ τον, έχει ανάγκη, θα ωφεληθεί η ψυχή σου)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψυχικό