ψυχογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχογραφικός < ψυχογραφ(ία) + -ικός. Μορφολογικά αναλύεται σε ψυχο- + -γραφικός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psi.xo.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχογραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ψυχογραφία
Παράγωγα
[επεξεργασία]- ψυχογραφικά (επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψυχογραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχογραφικός
|