ψυχοδραματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοδραματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychodramatique < αρχαία ελληνική ψυχή + δραματικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχοδραματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το ψυχόδραμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοδραματικός