ψυχοπλακώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχοπλακώνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ψυχοπλακώνομαι
- η αίσθηση ψυχικού βάρους, η έντονη κατάθλιψη, η ιδιαίτερα κακή διάθεση