ψυχορραγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχορραγώ < αρχαία ελληνική ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ < ψυχή + ῥήγνυμι

ψυχορραγώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]