ψυχραίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχραίνομαι < ψυχραίνω + -ομαι < (ελληνιστική κοινήψυχραίνω < αρχαία ελληνική ψυχρός

ψυχραίνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος ψυχραίνω
  2. σταματώ να έχω καλές ή φιλικές σχέσεις με κάποιον, δεν έχω πια την αγάπη και την εκτίμηση που του είχα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]