ψυχρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχρότητα < ψυχρότης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psiˈxɾo.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχρότητα θηλυκό
- η παγερή συναισθηματικά συμπεριφορά, η μη θερμή συναισθηματική ατμόσφαιρα