ψωλαρπάχτρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]- ψωλαρπάχτρας < ψωλαρπάχτα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψωλαρπάχτρας αρσενικό
- (σπάνιο, χυδαίο, μειωτικό) ομοφυλόφιλος που επιδίδεται σε ερωτικές πράξεις με πολλούς και παράλληλους ερωτικούς συντρόφους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωλαρπάχτρας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ψωλαρπάχτρας θηλυκό
- γενική ενικού του ψωλαρπάχτρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)