ψωμίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψωμίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ψωμίζομαι
- εξοικονομώ ό,τι είναι απαραίτητο για την επιβίωσή μου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωμίζομαι
|