ψωμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψωμώνω < ψωμί + -ώνω

ψωμώνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]