ψωρο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψωρο- < ψώρ(α) + -ο-
- για όρους της ιατρικής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψωρο- < αρχαία ελληνική ψώρ(α) + -ο- [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pso.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐ρο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]ψωρο-
- πρώτο συνθετικό που εκφράζει
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψωρο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψωρ- στο Βικιλεξικό
- ψωρ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψωρο-
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψωρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψωρο- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψώρ(α) + -ο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]ψωρο- & ψωρ-
- (ελληνιστική κοινή, ιατρική) πρώτο συνθετικό που δηλώνει την ασθένεια της ψώρας στο σημείο που ορίζεται από το δεύτερο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ψωραγριάω
- ψωρανθεμίς
- ψωροφθαλμία
- ψωροπέταλοι (με μειωτική σημασία)
- Λέξεις ψωρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιτατικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προθήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)