ψόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψόλος οἱ ψόλοι
      γενική τοῦ ψόλου τῶν ψόλων
      δοτική τῷ ψόλ τοῖς ψόλοις
    αιτιατική τὸν ψόλον τοὺς ψόλους
     κλητική ! ψόλε ψόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψόλω
γεν-δοτ τοῖν  ψόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψόλος, -ου αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]