ψύλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψύλλος οι ψύλλοι
      γενική του ψύλλου των ψύλλων
    αιτιατική τον ψύλλο τους ψύλλους
     κλητική ψύλλε ψύλλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψύλλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψύλλος ή ἡ ψύλλα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpsi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψύλ‐λος
ομόηχο: ψήλος
τονικά παρώνυμα: ψηλός, ψιλός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψύλλος αρσενικό

  • (έντομο) πάρα πολύ μικρό έντομο που ζει παρασιτικά σε ανθρώπους και ζώα
    ※  Ἕνα ψύλλο ’ς τὴν αὐλή του / Εἶχε πάντοτε σιμὰ, / Ποῦ τ’ ἀγάπαε σὰν παιδί του, / Γιατὶ χόρευε λαμπρά! (Αντώνιος Μανούσος, Του διαβόλου το τραγούδι, 1876)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψύλλος οἱ ψύλλοι
      γενική τοῦ ψύλλου τῶν ψύλλων
      δοτική τῷ ψύλλ τοῖς ψύλλοις
    αιτιατική τὸν ψύλλον τοὺς ψύλλους
     κλητική ! ψύλλε ψύλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψύλλω
γεν-δοτ τοῖν  ψύλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψύλλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψύλλος αρσενικό