ψώω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψώω < εκτεταμένος και παράλληλος τύπος του ψάω, κυριως ποιητικός
ψώω
  1. τρίβω, κοπανάω, αλέθω, λειαίνω
  2. τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια


Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη ψάω