ωοθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ωοθέτης | οι | ωοθέτες |
γενική | του | ωοθέτη | των | ωοθετών |
αιτιατική | τον | ωοθέτη | τους | ωοθέτες |
κλητική | ωοθέτη | ωοθέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωοθέτης < ωο- + -θέτης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ovipositeur[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ovipositor[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωοθέτης αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ωοαποθέτης
- ᾠοθέτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωοθέτης
- ↑ 1,0 1,1 ωοθέτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ωο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θέτης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)