ωριμάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ωριμάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωριμάζω
- θα ωριμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωριμάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ωριμάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωρίμαση