ως επί το πλείστον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ως επί το πλείστον < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον < → δείτε ὡς, ἐπί και τὸ πλεῖστον (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλεῖστος)

Έκφραση

[επεξεργασία]

ως επί το πλείστον (λόγιο)

  1. (για συχνότητα) τις περισσότερες φορές, συχνότατα
     συνώνυμα: πλειστάκις
  2. (για ποσότητα) στο μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό ή βαθμό
     συνώνυμα: κατά το πλείστον, κυρίως, κατά κύριο λόγο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]