ωχροπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ωχροπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει ωχρό πρόσωπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωχροπρόσωπος
|