ωόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωόν < αρχαία ελληνική ᾠόν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωόν ουδέτερο

  1. μονοτονική γραφή του ᾠόν, το αβγό
  2. εκφορά του αβγού στη ζωολογία και άλλες επιστήμες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]