όψια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όψια < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]όψια
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) από την καλή (όχι από την ανάποδη)
- Τη μπλούζα σου δεν τη φοράς όψια!
- Σε ξέρω και απ'την όψια και απ'την ανάποδη.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όψια
|