Алагова

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Алагова < γενική ενικού του αρσενικού Алагов

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Алагова (ru) (Alágova) θηλυκό, άκλιτο


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Алагова αρσενικό