Багдасарян

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Багдасарян < αρμενική Բաղդասարյան (Baġdasaryan, Μπαγκντασαριάν)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bəɡdəsɐˈrʲan/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Багдасарян (ru) (Bagdasarján) αρσενικό ή θηλυκό (γεν. ενικ. αρσ.: Багдасаряна, ονομ. πληθ.: Багдасаряны) [1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Το θηλυκό παραμένει αμετάβλητο στον ενικό. Ο πληθυντικός είναι κοινός.