Жалғызхан

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Жалғызхан < άγνωστη ετυμολογία, πιθανώς < Жалғызқан < жалғыз (ένας, μόνος) + қан (αίμα), «Μοναχικός κόκκινος τόπος» ή жал (χαίτη) + қысқан (πιεσμένος), «τόπος στον οποίο πιέστηκε η χαίτη του αλόγου».[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʑɑlʁəzˈχɑn/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Жалғызхан (kk) (Jalğyzxán)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. А. Күзембайұлы, Е. Абиль, Т.К. Алибек, Историческая топонимика Костанайской области. (Алтынсаринский, Сарыкольский, Карасуский районы). Κοστανάι: 2013 Костанайский институт региональных исторических исследований. σελ. 97.