ала

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ала (mk)


Επιφώνημα

[επεξεργασία]

ала (sr) (λατινική γραφή: ala)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ала (sr) (λατινική γραφή: ala) αρσενικό