атом

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

атом (bg) αρσενικό

  1. το άτομο (σωματίδιο)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

атом (uk) αρσενικό

  1. το άτομο (σωματίδιο)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

атом (ru) αρσενικό

  1. το άτομο (σωματίδιο)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

атом (mk) αρσενικό

  1. το άτομο (σωματίδιο)