горњи
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- горњи < πρωτοσλαβική *gora (βουνό, λόφος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷerH-
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]горњи (sh)