крал
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- крал <πρωτοσλαβική *korljь
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]крал αρσενικό (πληθυντικός крале)
- ο βασιλιάς
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- крал <πρωτοσλαβική *korljь
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]крал αρσενικό (πληθυντικός кралеви)
- ο βασιλιάς