мрва

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mr̂ʋa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: мр‐ва

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

мрва (sh) (λατινική γραφή: mrva) θηλυκό

  1. το ψίχουλο, πάρα πολύ μικρό κομμάτι που έχει φύγει από τριμμένο ψωμί, μπισκότο ή άλλο παρόμοιο φαγητό
  2. (μεταφορικά) το ψίχουλο, ψιχίο, για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]